- πεύκη
- Oνομασία 3 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.).
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.).
3. Οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατολικής Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου.
* * *η, ΝΜΑτο πεύκοαρχ.1. δαδί, πυρσός από ξύλο πεύκου («πεύκη τὸ χρυσοφεγγές σέλας παραγγείλασα», Αισχύλ.)2. πινακίδα για γράψιμο από ξύλο πεύκου («γράμματα συγχεῑς... ῤίπτεις τε πέδῳ πεύκην», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεύκη ανάγεται σε ΙΕ τ. *peuk «πεύκο» (< ρ. *peuk «μπήγω») και συνδέεται με λέξεις άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για το πεύκο ή το έλατο (πρβλ. αρχ. πρωσ. peuse, λιθουαν. pušis, γερμ. Fichte, ιρλδ. ochtach). Η λ. πεύκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *πευκός (πρβλ. λεύκη* < λευκός), οπότε η αρχική της σημ. θα ήταν «δέντρο που τσιμπά». Η σημ. αυτή, που πιθ. προήλθε από το σχήμα τών φύλλων τού δέντρου, απαντά και στα επίθ. πευκάλιμος* «οξύς, διαπεραστικός», πευκεδανός* «ολέθριος, καταστρεπτικός». Παρλλ., όμως, ορισμένα παρ. τής λ. (πρβλ. πευκεδανός, πευκία) έχουν επί πλέον και τη σημ. «πικρός», η οποία μπορεί να ερμηνευθεί από την πικρή γεύση τού ρετσινιού. Τα επίθ. αυτά, εξάλλου, (βλ. πευκάλιμος, πευκεδανός, πευκαλέος), όπως και το επίθ. ἐχεπευκής*, θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από ένα ουδ. ουσ. *πεῦκος «τσίμπημα, κέντρισμα», το οποίο θα πρέπει να υπήρχε παρλλ. προς το θηλ. πεύκη. Τέλος, παρλλ. προς την οικογένεια αυτή, υπάρχει μια συγγενής οικογένεια λ. που ανάγονται σε ρίζα peuĝ-, με ηχηρό ουρανικό -g- (πρβλ. πύξ, πυγμή, λατ. pungo «τρυπώ, κεντώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.